Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) η ομοιότητα

  • 1 ομοιότητα

    [омиотита] ουσ. Θ. сходство, подобие,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ομοιότητα

  • 2 сходство

    ουδ.
    ομοιότητα•

    полное сходство πλήρης ομοιότητα, πανομοιότητα• ταυτότητα• σύμπτωση•

    сходство характеров ομοιότητα χαρακτήρων•

    сходство мнений σύμπτωση γνωμών, ομογνωμοσύνη.

    Большой русско-греческий словарь > сходство

  • 3 близость

    близость ж 1) (по месту ) το γειτόνεμα το προσεχές (по времени ) 2) (сходство ) η ομοιότητα
    * * *
    ж
    1) ( по месту) το γειτόνεμα; το προσεχές ( по времени)
    2) (сходство) η ομοιότητα

    Русско-греческий словарь > близость

  • 4 сходство

    сходство с η ομοιότητα
    * * *
    с
    η ομοιότητα

    Русско-греческий словарь > сходство

  • 5 идентичность

    η ομοιότητα, η ταυτότητα
    ίδιος, απαράλλακτος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > идентичность

  • 6 подобие

    η ομοιότητα
    гидромеханическое - υδρομηχανική -, υδροδυναμική -
    локальное - τοπική -, περιορισμένη -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подобие

  • 7 сходство

    η ομοιότητα, η ταυτότητα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сходство

  • 8 близость

    близость
    ж
    1. (по месту) ἡ κοντινό-τητα [-ης], ἡ ἐγγύτητα [-ης], ἡ γειτνίαση [-ις];
    2. (по времени) τό ἐπικείμενο;
    3. (сходство) ἡ ὀμοιότητα [-ης]:
    \близость взглядов ἡ ἐγγύτητα τῶν ἀπόψεων
    4. (в отношениях) ἡ ὁΙκειότητα [-ης], ἡ στενή σχέση;
    5. (родство) ἡ συγγένεια

    Русско-новогреческий словарь > близость

  • 9 внешний

    внешн||ий
    прил в разн. знач. ἐξωτερικός:
    \внешнийий вид τό ἐξωτερικό, ἡ ἐξωτερική δψη· \внешнийяя среда τό ἐξωτερικό περιβάλλον, ὁ περίγυρος· \внешнийее сходство ἡ ἐξωτερική ὁμοιότητα· \внешнийее спокойствие ἡ ἐξωτερική ἡρεμία, ἡ φαινομενική ἡρεμία· \внешнийий лоск ἐπιφανειακό γυάλισμα (или λοῦστρο)· \внешнийяя политика ἡ ἐξωτερική πολιτική· \внешнийяя торговля τό ἐξωτερικό ἐμπόριο· \внешнийий рынок зк. ἡ ἐξωτερική ἀγορά· ◊ \внешнийяя гавань ὁ προλιμένας.

    Русско-новогреческий словарь > внешний

  • 10 идентичность

    идент||ичность
    ж ἡ ταυτότητα [-ης], ἡ Ομοιότητα [-ηζ].

    Русско-новогреческий словарь > идентичность

  • 11 подобие

    подоби||е
    с
    1. (сходство) ἡ ὀμοίωση[-ις], ἡ ὀμοιότητα:
    по своему́ образу и \подобиею κάτι κατ· είκόνα καί ὀμοίωσίν μου·
    2. мат ἡ ὀμοιότης.

    Русско-новогреческий словарь > подобие

  • 12 родство

    родств||о
    с
    1. ἡ συγγένεια:
    кровное \родство ἡ συγγένεια ἐξ αίματος· быть в \родствое́ с кем-л. ἔχω συγγένεια μέ κάποιον, συγγενεύω μέ κάποιον
    2. собир. (родственники) разг τό συγγενολόϊ, τό συγγενολόγι·
    3. перен ἡ συγγένεια, ἡ ὀμοιότητα [-ης]:
    \родство идей ἡ συγγένεια ίδεῶν.

    Русско-новогреческий словарь > родство

  • 13 сходство

    сходств||о
    с ἡ ὀμοιότητα [-ης]:
    фами́ль-ное \сходство ἡ οἰκογενειακή ὀμοιότης· никакого \сходствоа δέν μοιάζουν καθόλου.

    Русско-новогреческий словарь > сходство

  • 14 сходство

    [σχότστβα] ουσ. ο. ομοιότητα

    Русско-греческий новый словарь > сходство

  • 15 resemblance

    French\ \ ressemblance
    German\ \ Ähnlichkeit
    Dutch\ \ gelijkenis
    Italian\ \ rassomiglianza
    Spanish\ \ asamejamiento
    Catalan\ \ semblança
    Portuguese\ \ semelhança
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ -
    Greek\ \ ομοιότητα
    Finnish\ \ yhtäläisyys; samankaltaisuus
    Hungarian\ \ hasonlóság
    Turkish\ \ benzeme
    Estonian\ \ sarnasus
    Lithuanian\ \ panašumas
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ podobieństwo
    Russian\ \ сходство
    Ukrainian\ \ схожість; подібність
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ líkindi
    Euskara\ \ antza
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ التشابه
    Afrikaans\ \ ooreenkoms
    Chinese\ \ 相 似 性
    Korean\ \ 유사, 닮음

    Statistical terms > resemblance

  • 16 similarity

    French\ \ ressemblance; similarité; similtude
    German\ \ Ähnlichkeit
    Dutch\ \ gelijkenis
    Italian\ \ similarità
    Spanish\ \ semejanza; similtud
    Catalan\ \ similaritat
    Portuguese\ \ similaridade
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ likhet; similaritet
    Greek\ \ ομοιότητα
    Finnish\ \ samanlaisuus; samankaltaisuus; yhtäläisyys
    Hungarian\ \ hasonlóság
    Turkish\ \ benzerlik
    Estonian\ \ sarnasus
    Lithuanian\ \ panašumas; analogija
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ podobieństwo
    Russian\ \ подобие; гомотетия
    Ukrainian\ \ подібність; схожість; гомотетія
    Serbian\ \ сличност
    Icelandic\ \ líkt
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ تشابه
    Arabic\ \ تشابه
    Afrikaans\ \ gelyksoortigheid; gelykvormigheid
    Chinese\ \ 相 似 性
    Korean\ \ 유사성, 상사성, 닮음

    Statistical terms > similarity

  • 17 сходство

    [σχότστβα] ουσ ο ομοιότητα

    Русско-эллинский словарь > сходство

  • 18 в

    κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.
    1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•

    положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•

    товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•

    уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•

    живу в Афинах ζω στην Αθήνα•

    подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•

    учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•

    уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•

    он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.

    2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•

    лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•

    сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.

    3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•

    одеться в шубу φορώ τη γούνα•

    4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•

    комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•

    длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.

    5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•

    в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•

    в один день (μέσα) σε μια μέρα•

    в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•

    приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•

    разница в годах διαφορά στα χρόνια.

    || προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.
    6. δείχνει πολλαπλάσιο•

    в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.

    7. χάριν, για, στο, στα•

    сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.

    8. δείχνει ομοιότητα•

    мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.

    9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•

    в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•

    в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.

    10. δείχνει τη σειρά• κατά•

    во-первых (κατά) πρώτον•

    в-третьих (κατά) τρίτον•

    в-шестых έκτον.

    Большой русско-греческий словарь > в

  • 19 внешний

    -яя, -ее, επ.
    1. εξωτερικός•

    -ие признаки εξωτερικά σημάδια•

    внешний вид εξωτερική μορφή•

    -ее сходство εξωτερική ομοιότητα.

    2. επιφανειακός, επιπόλαιος, φαινομενικός•

    его доброта носит внешний характер η καλοσύνη του εί\«ι φαινομενική.

    3. ο έξω από τα σύνορα, εξωτερικός•

    -яя политика η εξωτερική πολιτική•

    -враг ο εξωτερικός εχθρός•

    -яя торговля το εξωτερικό εμπόριο•

    -ее вмешательство εξωτερική επέμβαση.

    εκφρ.
    внешний угол – εξωτερική γωνία του τριγώνου, πολυγώνου.

    Большой русско-греческий словарь > внешний

  • 20 идентичность

    θ.
    ταυτότητα, ομοιότητα, το πανομοιότυπο•

    идентичность мнений ταυτότητα αντιλήψεων.

    Большой русско-греческий словарь > идентичность

См. также в других словарях:

  • ομοιότητα — Δύο σχήματα χαρακτηρίζονται όμοια αν είναι δυνατό να καθοριστεί μεταξύ των σημείων τους μια αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία, η οποία διατηρεί τα σημεία που βρίσκοντα σε ευθεία, έτσι ώστε ο λόγος (έστω λ) μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αντίστοιχων τμημάτων… …   Dictionary of Greek

  • ομοιότητα — η η ιδιότητα του όμοιου, το μοιάσιμο: Καταπληχτική ομοιότητα έχουν τα δύο αδέρφια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμοιότητα — ὁμοιότης likeness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • подобиѥ — ПОДОБИ|Ѥ (68), ˫А с. 1.Подобие, сходство, нечто похожее; уподобление: [о Борисе и Глебе] вѣрьныимъ людьмъ тепла˫а заступьника… вьсе˫а вьселены˫а наслажениѥ. мѹжеѹмьныимь съмыслъмь. бѣсовьскѹю дьржавѹ раздрѹшьша˫а. христовъмь подобиѥмь. подающааго …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… …   Dictionary of Greek

  • μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»